- χαλκωματάδικο
- τοτο εργαστήριο του χαλκωματά, χαλκουργείο, μπακιρτζίδικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκωματάδικο — και χαρκωματάδικο, το, Ν χαλκουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλκωματαδ τού πληθ. χαλκωματάδες τής λ. χαλκωματάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] … Dictionary of Greek
μπακιρτζίδικο — το [μπακιρτζής] το εργαστήριο τού μπακιρτζή, χαλκωματάδικο … Dictionary of Greek
χαλκείο — Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων. * * * το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς] εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία… … Dictionary of Greek
χαλκείο — το 1. το εργαστήριο του χαλκιά, χαλκωματάδικο. 2. φρ., «χαλκείο ψευδών ειδήσεων», τόπος συγκέντρωσης όπου πλάθονται ψευδείς ειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκουργείο — το το εργαστήριο του χαλκουργού, χαλκείο, χαλκωματάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)